«Υπάρχουν πράγματα που θα στενοχωρήσουν τον ελληνικό λαό» είπε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος για την «κατ’ αρχήν συμφωνία» της 2ης «αξιολόγησης» που αποφασίστηκε στο Eurogroup της Μάλτας (7/4/2017)… Στην πραγματικότητα, τα μέτρα της συμφωνίας δεν είναι απλά «στενάχωρα» αλλά ασήκωτα και συντριπτικά για το ήδη εξαθλιωμένο εργατικό και λαϊκό βιοτικό επίπεδο και ιδιαίτερα αυτό των πιο χαμηλών εισοδημάτων…Παρ’ όλα αυτά, οι «κύκλοι» του Μαξίμου έτρεξαν να εκφράσουν την «ικανοποίησή» τους για την πετυχημένη επίδραση που είχαν οι «συνομιλίες του Τσίπρα σε κορυφαίο επίπεδο». Ενώ ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης μίλησε για μια «συμφωνία που παρά τα προβλήματά της έχει μια ισορροπία». Μαζί και ο ΠτΔ Παυλόπουλος «χαιρετήσε τα αποτελέσματα του Eurogroup».
Φαίνεται ότι το «κλείσιμο» της εξάμηνης βασανιστικής καθυστέρησης της συμφωνίας λειτούργησε τόσο λυτρωτικά για την κυβέρνηση που την κάνει να την βλέπει με «ικανοποίηση». Αυτό ενισχύεται και από τα «αντίμετρα» της συμφωνίας, αλλά και από την υποχώρηση που έκανε το ΔΝΤ για την χρονική μετάθεση των σοβαρών εργασιακών ζητημάτων…
«Γιοφύρια της Άρτας»
οι «αξιολογήσεις»
Φορτωμένες με όλο και
περισσότερα αντεργατικά μέτρα
Συμφωνία με νέα ληστρικά αντεργατικά μέτρα
«Υπάρχουν πράγματα που θα στενοχωρήσουν τον ελληνικό λαό» είπε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος για την «κατ’ αρχήν συμφωνία» της 2ης «αξιολόγησης» που αποφασίστηκε στο Eurogroup της Μάλτας (7/4/2017). Η οριστικοποίησή της θα γίνει μετά τους τελευταίους ελέγχους από τα τεχνικά κλιμάκια του «κουαρτέτου» στην Αθήνα και αφού η κυβέρνηση νομοθετήσει τα νέα μέτρα.
Από τις επίσημες ανακοινώσεις, τις δηλώσεις και τα δημοσιεύματα, μαθαίνουμε ότι συμφωνήθηκε:
1. Το 2019 θα γίνει μια ακόμα μείωση των συντάξεων που θα φτάνει το 1% του ΑΕΠ. Δηλαδή γύρω στα 1,8 δις. ευρώ. Που σημαίνει μια μείωση στην κάθε σύνταξη γύρω στο 20-22% ή απώλειες 700 ευρώ τον χρόνο ακόμα και για τις συντάξεις κάτω των 1000 ευρώ.
2. Το 2020 θα μειωθεί το αφορολόγητο ποσού στα 5200 – 5900 ευρώ για να αυξήσει τους φόρους κατά 1% του ΑΕΠ (1,8 δις. ευρώ). Υπολογίζεται ότι θα αφαιρέσει πάνω από 650 ευρώ τον χρόνο για όσους έχουν εισόδημα από μόλις 500 ευρώ τον μήνα και πάνω! Το μέτρο αυτό θα εφαρμοστεί από το 2019 αν, το 2018, το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι κάτω από το 1,5% του ΑΕΠ.
3. Στη συμφωνία ορίζεται και η εφαρμογή «αντίμετρων», που στοχεύουν στην μείωση των συμφωνημένων νέων επιβαρύνσεων. Αυτά θα φτάνουν 1% του ΑΕΠ για το 2019 και 1% για το 2020. Αφορούν την μείωση του φορολογικού συντελεστή από 22 σε 20% για εισοδήματα έως 20.000 ευρώ, μείωση της συνολικής επιβάρυνσης του ΕΝΦΙΑ κατά 0,1% του ΑΕΠ (περίπου 180 εκατομ. ευρώ). Ωστόσο, αν το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 και του 2019 δεν ξεπεράσει το 3,5% τότε κανένα από αυτά τα ελαφρυντικά «αντίμετρα» δεν θα ισχύσει! Αλλά ακόμα κι αν εφαρμοστούν, οι ελαφρύνσεις που θα φέρουν θα είναι αμελητέες μπροστά στις επιβαρύνσεις των νέων μέτρων. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι μέσα στα «αντίμετρα» συμπεριλαμβάνουν και μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων από 29% σε 26% προσφέροντας στο κεφάλαιο απαλλαγές που θα φορτωθούν οι εργάτες και οι συνταξιούχοι!
4. Στα εργασιακά συμφωνήθηκε «η επαναφορά στην ευρωπαϊκή κανονικότητα με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις από τον Σεπτέμβριο του 2018, τόσο με την αρχή της επεκτασιμότητας όσο και με αυτή της ευνοϊκότερης ρύθμισης»
5. Θα υπάρξουν κι άλλα μέτρα, επιπλέον των προαναφερθέντων, αν η εξέλιξη του πλεονάσματος είναι αρνητική.
Στην πραγματικότητα, τα μέτρα αυτά δεν είναι απλά «στενάχωρα» για τον λαό αλλά ασήκωτα και συντριπτικά για το ήδη εξαθλιωμένο εργατικό και λαϊκό βιοτικό επίπεδο και ιδιαίτερα αυτό των πιο χαμηλών εισοδημάτων.
Νίκη ή ήττα;
Παρ’ όλα αυτά, και παρά τις δηλώσεις του Τσακαλώτου, οι «κύκλοι» του Μαξίμου έτρεξαν να εκφράσουν την «ικανοποίησή» τους για την πετυχημένη επίδραση που είχαν οι «συνομιλίες του Τσίπρα σε κορυφαίο επίπεδο». Ενώ ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης μίλησε για μια «συμφωνία που παρά τα προβλήματά της έχει μια ισορροπία». Μαζί τους και ο ΠτΔ Παυλόπουλος «χαιρετήσε τα αποτελέσματα του Eurogroup».
Το «κλείσιμο» της εξάμηνης βασανιστικής καθυστέρησης της συμφωνίας φαίνεται ότι λειτούργησε τόσο λυτρωτικά για την κυβέρνηση που την κάνει να την βλέπει με «ικανοποίηση». Αυτό ενισχύυηκε και από τα «αντίμετρα» της συμφωνίας, αλλά και από την υποχώρηση που έκανε το ΔΝΤ για την χρονική μετάθεση των σοβαρών εργασιακών ζητημάτων (συλλογικές συμβάσεις, λοκ-άουτ, ομαδικές απολύσεις). Μέσα στον ορυμαγδό των νέων σκληρών μέτρων, οι «επιτυχίες» αυτές δίνουν στην κυβέρνηση την δυνατότητα να δικαιώσει την σκληρή στάση της στις διαπραγματεύσεις και της προσφέρει πολύτιμο χρόνο πολιτικών μεθοδεύσεων με την μετάθεση της εφαρμογής στα χρόνια 2019 και 2020.
Αποτελούν, όμως αυτά στοιχεία «νίκης» για την κυβέρνηση; Ούτε οι εκπρόσωποί της δεν μπόρεσαν να ισχυριστούν κάτι τέτοιο. Ο χρόνος που κατάφερε να κερδίσει για τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις δεν μπορεί να επικαλύψει τις βαριές συνέπειες των νέων μέτρων που συμφώνησε. Και το γεγονός ότι μέχρι τώρα η κυβερνητική της παρουσία προσδιορίζεται όχι από «εκσυγχρονιστικά» και «ανανεωτικά» μέτρα, αλλά, αντίθετα, με την διατήρηση όλων των αναχρονιστικών- αντιδραστικών καθεστωτικών μηχανισμών και την συνεχή νομοθέτηση αντεργατικών και αντιλαϊκών μέτρων «νεοφιλελεύθερης» κατεύθυνσης που η ίδια ξορκίζει, η ήττα είναι το όνομα που της ταιριάζει.
«Αξιολογήσεις» και καθυστερήσεις
Η μεγάλη καθυστέρηση της συμφωνίας –που είχε βαριές συνέπειες πάνω στην κρίση του ελληνικού καπιταλισμού στις κυβερνητικές επιδιώξεις- την έκανε τελικά να μοιάζει σαν ένα νέο «γιοφύρι της Άρτας». Που περισσότερο από έξι μήνες «ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόνταν», θάβοντας στα θεμέλια του εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα. Καθυστέρηση
«Η καθυστέρηση δεν οφείλεται στην Ελληνική Κυβέρνηση, αλλά στις διαφωνίες των δανειστών» υποστήριξε ο υπουργός Επικρατείας Αλέκος Φλαμπουράρης για λογαριασμό της κυβέρνησης, που, από την αρχή ακόμα αυτών των διαπραγματεύσεων, είχε δηλώσει την θέλησή για την γρήγορη κατάληξή της. Αντίθετα, ο Σόϊμπλε και άλλοι ευρωπαίοι αξιωματούχοι, ανήσυχοι με τις συνέπειες, που έφερνε αυτή η καθυστέρηση, πάνω στις ταραγμένες οικονομίες και τις ασταθείς ισορροπίες της «Ευρωπαϊκής Ένωσης», έριχναν θυμωμένοι τις ευθύνες πάνω στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Σαν αναμεταδότες τους, οι ηγεσίες της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού, επαναλάμβαναν πιστά τις κατηγορίες αυτές.
Στην πραγματικότητα, η καθυστέρηση των «αξιολογήσεων» οφείλεται στις αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ των εταίρων του αντιδραστικού κεφαλαιοκρατικού μηχανισμού της «Ευρωπαϊκή Ένωση», στις διαφορές όλων αυτών με τον άλλο ιμπεριαλιστικό μηχανισμό του ΔΝΤ, στις αντιθέσεις της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας και των πολιτικών εκπροσώπων της. Σ’ όλα αυτά μαζί, που μπλεγμένα σ’ ένα αξεδιάλυτο κουβάρι οικονομικών – πολιτικών αντίθετων συμφερόντων, πηγάζουν από την βαθιά κρίση που μαστίζει όχι μόνο τον ελληνικό αλλά ολόκληρο τον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο παρακμασμένο καπιταλισμό. Και καθρεπτίζουν την οργανική οικονομική και κοινωνική παθογένεια, τα αδιέξοδα του αστικού εκμεταλλευτικού συστήματος, την οικονομική και κοινωνική αποσύνθεσή του, την τρομακτική καταστροφή που επιβάλλει πάνω στις ζωές των εργαζομένων η επιβίωσή του
Οι δυσκολίες των «αξιολογήσεων» προκαλούνται απ’ αυτό το σύμπλεγμα των αντιθέσεων και των διαφορετικών προσανατολισμών που έχουν τα συμμετέχοντα μέρη των διαπραγματεύσεων. Που, αν και έχουν κοινό παρανομαστή, την διάσωση του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος και την εξασφάλιση αυξανόμενης κεφαλαιοκρατικής κερδοφορίας, μέσα από την όλο και μεγαλύτερη επίθεση στις καταχτήσεις της εργατικής τάξης, την επιβολή όλο και πιο έντονης εκμετάλλευσης, την κατακρεούργηση του βιοτικού επιπέδου όλων των εκμεταλλευομένων, τα ξεχωριστά συμφέροντά τους ακολουθούν εντελώς αλληλοσυγκρουόμενους δρόμους.
α) Στις διαπραγματεύσεις αυτές, από την μια μεριά, είναι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που βρέθηκε στην κυβέρνηση από την πλημμύρα της λαϊκής αγανάχτησης ενάντια στις προηγούμενες αστικές κυβερνήσεις και στα αντιλαϊκά βάρη της καπιταλιστικής κρίσης και προσέλκυσε, ως «αριστερά», τις κοινοβουλευτικές ελπίδες των εκμεταλλευομένων μαζών, είχε ως όνειρο την αντικατάσταση της αντιλαϊκής πολιτικής του αποκαλούμενου «νεοφιλελευθερισμού» με κάποια άλλη πιο «φιλολαϊκή» αστική πολιτική. Είναι μια «αριστερά» που από την αρχή της ύπαρξής της δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια «φιλελεύθερη» αστική «προοδευτική» έκφραση μεσοαστικών και μικροαστικών προσδοκιών για «εκσυγχρονισμό», «βελτιστοποίηση» και «δημοκρατικοποίηση» του «καθυστερημένου» ελληνικού καπιταλισμού. Τις ίδιες προσδοκίες είχε και έχει για τον αντιδραστικό ιμπεριαλιστικό μηχανισμό της «Ευρωπαϊκής Ένωσης». Πιστεύοντας ότι θα τον «βελτιώσει» σε πιο «φιλολαϊκό» και πιο «δημοκρατικό». Προς ένα «καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» ήταν και είναι ο μόνιμος προσανατολισμός του και η βάση των υποσχέσεών του.
Οι προσανατολισμοί αυτοί, βέβαια, είναι αστικές αυταπάτες και μόνο. Έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα της αντιδραστικής φύσης και της παρακμής του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Και όπως έχει δείξει επανειλημμένα η ιστορία, κάθε προσπάθεια υλοποίησής τέτοιων αυταπατών καταλήγει στο αντίθετο αποτέλεσμα. Οι έλληνες εργαζόμενοι το έζησαν δραματικά αυτό με τις κυβερνήσεις του «μεταρρυθμιστικού» ΠΑΣΟΚ, και το ζουν ξανά με τους «εκσυγχρονιστές» του ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο, ο Τσίπρας, παρ’ όλο που κάτω από τις αφόρητες πιέσεις της πραγματικότητας, υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει στην Βουλή τις αυταπάτες του, είναι υποχρεωμένος, ως διαχειριστής του καπιταλιστικού καθεστώτος, να συνεχίσει το αστικό «εκσυγχρονιστικό» του παραμύθι. Η επιμονή ολόκληρης της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ σε «λύσεις» και «μέτρα» που δεν αλλοιώνουν αυτό τον «φιλελεύθερο», «δημοκρατικό» και δήθεν «φιλολαϊκό» προσανατολισμό τους, είναι ζήτημα πολιτικής ύπαρξης. Τους επιβάλλει την επίμονη αντίσταση σε κάθε τι διαφορετικό ακόμα και όταν υποχωρούν και εφαρμόζουν τις «νεοφιλελεύθερες» σκληρές αντιλαϊκές πολιτικές που στα λόγια ξορκίζουν και απεύχονται.
Επιπλέον, η υποστήριξη που βρήκαν τα αστικά «εκσυγχρονιστικά» όνειρα του ΣΥΡΙΖΑ από μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου, όταν αναδείχτηκε σε κυβερνητική δύναμη, περιέπλεξε τις αυταπάτες με τις πολιτικές ανάγκες του ελληνικού κεφαλαίου. Ιδιαίτερα εκείνου που οι αναχρονισμοί και οι δυσλειτουργίες των καθεστωτικών μηχανισμών μπαίνουν εμπόδιο στην κερδοσκοπική του δράση και επικροτούν κάποιον «εκσυγχρονισμό» τους. Το γεγονός αυτό δεν αντανακλάται μόνο στην επίσημη συγκυβέρνησή του με τους εθνικιστές της ΑΝΕΛ αλλά και στην συνεργασία του με την λεγόμενη «καραμανλική» πτέρυγα της κεντροδεξιάς, έκφραση της οποίας είναι και η άτυπη συγκυβέρνησή τους μέσω του ΠτΔ Παυλόπουλου.
β) Στην απέναντι πλευρά των διαπραγματεύσεων είναι οι δυνάμεις του κουαρτέτου ( «Ευρωπαϊκή Ένωση»-ΕΕ, «Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα»-ΕΚΤ, «Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας»- ΕΜΣ και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο- ΔΝΤ), των λεγόμενων «δανειστών». Όλα αυτά τα ιμπεριαλιστικά κονκλάβια, που, αντιθετικά και ανταγωνιστικά, αντιπροσωπεύουν τους κυρίαρχους προσανατολισμούς του ευρωπαϊκού αλλά και του παγκόσμιου κεφαλαίου, προς μια όλο και πιο σκληρή αντεργατική και αντιλαϊκή πολιτική όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά σε παγκόσμια κλίμακα, λυσσασμένα αρνούνται να επιτρέψουν οποιαδήποτε «εκσυγχρονιστική» χαλαρότητα που μειώνει την ένταση και την έκταση της αντεργατικής και αντιλαϊκής επίθεσης.
Με την πλευρά αυτή ευθυγραμμίζονται και οι πολιτικές δυνάμεις του κεφαλαίου που κυριαρχούν σήμερα στην ΝΔ ή βρίσκονται στα άλλα αστικά κόμματα. Είναι αυτοί που θέλουν με κάθε τρόπο να ενσωματώσουν στους θεσμούς του καθεστώτος και να «κλειδώσουν» μόνιμα όλες τις νίκες και το αντεργατικό ξεσάλωμα που πέτυχαν στα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων σε βάρος της εργατικής τάξης. Και που πίσω από κάθε κουβέντα του ΣΥΡΙΖΑ (και όσων συμπορεύονται με αυτόν) για «εκσυγχρονισμό», «ανανέωση» και «δημοκρατία» του αστικού συστήματος, βλέπουν «κομμουνιστικό» δάκτυλο και απειλή διάλυσης του αστικού εκμεταλλευτικού καθεστώτος.
Το αδιέξοδο του αστικού καθεστώτος μεγαλώνει
Η σφοδρότητα της σύγκρουσης που αναπτύσσεται μέσα στις διαπραγματεύσεις των «αξιολογήσεων», αναπόφευκτα μεταφέρεται, με ακόμα μεγαλύτερη δυναμική, στην εσωτερική αστική πολιτική σκηνή της Ελλάδας. Έτσι, οι διάφορες αστικές απελπισμένες εκκλήσεις για «εθνική ενότητα» και «οικουμενικές κυβερνήσεις» που θα μπορέσουν, δήθεν, να αντιμετωπίσουν το ελληνικό αστικό πολιτικό αδιέξοδο, πέφτουν εντελώς στο κενό, χωρίς ανταπόκριση από τον Τσίπρα. Και παρά τις έντονες παραινέσεις της Μέρκελ και άλλων ηγετών του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού για τον σχηματισμό μιας ελληνικής κυβέρνησης «Μεγάλου Συνασπισμού» μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, (κατά το γερμανικό πρότυπο), αυτό που κυριαρχεί είναι ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα, καλλιεργούμενο από τις δηλώσεις του Άδωνη Γεωργιάδη, του Μάκη Βορίδη και άλλων ηγετικών παραγόντων της ΝΔ, συνεπικουρούμενοι από την Χρυσή Αυγή.
Την ίδια στιγμή βέβαια, που μαίνεται αυτή η αντιπαράθεση των 2 κεντρικών κυβερνητικών δυνάμεων της ελληνικής αστικής πολιτικής σκηνής, το άπλωμα της αγανάκτησης και της οργής των εκμεταλλευομένων, που βυθίζει το αστικό καθεστώς σε όλο και μεγαλύτερο αδιέξοδο και τους στερεί την δυνατότητα συγκρότησης σταθερών κυβερνήσεων μακράς διάρκειας, τους υποχρεώνει σε συνεχείς αναζητήσεις νέων κυβερνητικών «συμμαχιών» με τις ενδιάμεσες αστικές δυνάμεις που υπάρχουν στα σημερινά κόμματα, ή με κομμάτια που πρόκειται να διασπαστούν απ’ αυτές ή αυτοανακηρύσσονται σε νέα κόμματα.
Που μπορεί να καταλήξει το αδιέξοδο αυτό; Η ανυπαρξία του επαναστατικού παράγοντα που θα μπορούσε να συνενώσει τις εργατικές δυνάμεις και να κερδίσει μαζί τους τις υπόλοιπες φτωχές αγροτικές και άλλες λαϊκές μάζες, προς την επαναστατική κατεύθυνση της κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη και της σοσιαλιστικής ανατροπής του σάπιου εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος, αποτελεί τον καταλυτικό παράγοντα στο ερώτημα αυτό.
Το πολιτικό αδιέξοδο του αστικού καθεστώτος με την εμβάθυνση της καπιταλιστικής κρίσης, και παρά τους ελιγμούς διαφυγής των πολιτικών του δυνάμεων, όλο και περισσότερα επιτελεία του κεφαλαίου θα βλέπουν τους θεσμούς της σάπιας κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας ως περιτό και αχρείαστο βάρος και θα σπρώχνονται στην αναζήτηση “σωτήρων” δικτατορικής ή φασιστικής μορφής. Η οργανική σχέση με τα κόμματα και ολόκληρο το πολιτικό καθεστώς της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας που είχαν και έχουν οι ποικιλόμορφεςι συγκροτημένες στρατιωτικοαστυνομικές κλίκες ήταν πάντα το υλικό πάνω στο οποίο, η ελληνική αστική άρχουσα τάξη, σε εποχές αδιεξόδου και κινδύνου, στήριζε τέτοιες λύσεις. Όσο και αν τις τελευταίες δεκαετίες (μετά την πτώση της χούντας) οι φανερές παρεμβάσεις αυτών των κλικών έχουν περάσει στο παρασκήνιο δεν σημαίνει ότι έπαψαν να υπάρχουν και να δηλώνουν με κάθε αφορμή την διαθεσιμότητά τους.
Οι μεγάλες ευθύνες της κομμουνιστικής αριστεράς
Μέσα σ’ αυτή την λαίλαπα της καπιταλιστικής επίθεσης που απλώνει την φτώχεια, την ανεργία και την εξαθλίωση σε όλα τα στρώματα των εκμεταλλευομένων η μόνη ικανή δύναμη που μπορεί να αντισταθεί αποτελεσματικά και να ηγηθεί σε μια γενική αντεπίθεση ενάντια στο αντεργατικό-αντιλαϊκό και αντικοινωνικό ξεσάλωμα της κεφαλαιοκρατίας και των μηχανισμών της είναι μόνο η συγκροτημένη δύναμη της εργατικής τάξης. Μόνο αυτή διαθέτει την απαραίτητη κοινωνική δύναμη και θέληση που της δίνει η κυρίαρχη θέση της στην παραγωγή για να συσπειρώσει μαζί της και όλα τα άλλα εκμεταλλευόμενα φτωχά λαϊκά στρώματα (φτωχούς αγρότες, νεολαία, μικροεπαγγελματίες) πάνω στο δικό της σοσιαλιστικό πρόγραμμα.
Ωστόσο, σήμερα η εργατική τάξη της χώρας, βρίσκεται άγρια χτυπημένη από την ανεργία, την ανοργανωσιά, την απογοήτευση και την αναποτελεσματικότητα των αγώνων της. Τα πολλά χρόνια κυριαρχίας του καθεστωτικού γραφειοκρατικού συνδικαλιστικού μηχανισμού που εγκαθιδρύθηκε μέσα σε όλες τις συνδικαλιστικές εργατικές οργανώσεις, από τα πρωτοβάθμια σωματεία έως και την ΓΣΕΕ, με την καθοδήγηση και την ενίσχυση των κυβερνήσεων, των κομμάτων και των υπόλοιπων μηχανισμών του καθεστώτος είχε και έχει καταστροφικές συνέπειες για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Άδειασε τις συνδικαλιστικές οργανώσεις από την συμμετοχή των ίδιων των εργατών, μετατρέποντας τες σε άδειο κέλυφος. Διέλυσε τον συντονισμό και την οργάνωση των εργατικών αγώνων και συστηματικά αποδυνάμωνε όσους δεν μπορούσε να σταματήσει. Όσο για τις κινητοποιήσεις που υποχρεώνονταν να κηρύξει, ως βαλβίδα αποσυμπίεσες στην συσσωρευόμενη εργατική οργή, το έκανε με την μορφή των αποσπασματικών και ανοργάνωτων «24ωρων» απεργιών, που, χωρίς κανένα αποτέλεσμα και συνέχεια, καλλιεργούσαν συστηματικά την αποκάρδιωση και την απογοήτευση. Προσφέροντας έτσι πολύτιμη βοήθεια στους εργοδότες και στις κυβερνήσεις να υλοποιήσουν ανενόχλητου ουσιαστικά την εγκληματική και απάνθρωποι αντεργατική τους πολιτική.
Ο κρατικός και κυβερνητικός αυτός συνδικαλιστικός γραφειοκρατικός μηχανισμός, που έσπειρε στην εργατική τάξη συστηματικά την διάσπαση και την ανοργανωσιά της, είναι μια από τις πιο βασικές αιτίες της σημερινής της αδυναμίας. Και όσο δεν αντιμετωπίζεται, τόσο περισσότερο θα χειροτερεύει όχι μόνο για την εργατική τάξη αλλά για ολόκληρη την κοινωνία.
Το κύριο βάρος για την οργάνωση της πάλης ενάντια σε αυτή την απαράδεκτη κατάσταση βαραίνει πρώτα και κύρια όλη την κομμουνιστική αριστερά. Παρά τις αντιθέσεις και τις διαφορές που την διαπερνούν, η κομμουνιστική αριστερά πρέπει να συντονιστεί και να οργανωθεί για την αντιμετώπιση της καταστροφικής εργατικής διάσπασης που ενισχύει και διαιωνίζει την αναποτελεσματικότητα και την απογοήτευση.
Κάθε αγωνιστής της κομμουνιστικής αριστεράς, είτε είναι οργανωμένος σε κόμμα ή οργάνωση είτε είναι ανένταχτος, πρέπει να πάρει πρωτοβουλία να βρεθεί με άλλους αγωνιστές και μαζί τους σε κάθε εργοστάσιο, χώρο δουλειάς και γειτονιά, ανάμεσα στους άνεργους, να συγκροτήσουν επιτροπές Εργατικής Συμμαχίας που θα παλέψουν για την συγκρότηση του αναγκαίου Ενιαίου Εργατικού Μετώπου ενάντια στις ολέθριες συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης. Να απαιτήσουν από τις ηγεσίες όλων των εργατικών κομμάτων και οργανώσεων να αναλάβουν άμεσα πρωτοβουλίες που θα καλούν σε μια συστράτευση προς την κατεύθυνση αυτή.
Ιδιαίτερα οι εργάτες και οι αγωνιστές της βάσης του ΚΚΕ, της ΚΝΕ και του ΠΑΜΕ, που αποτελούν και την μεγαλύτερη οργανωμένη δύναμη μέσα στις γραμμές του εργατικού κινήματος, πρέπει να πρωτοστατήσουν σε τέτοιες πρωτοβουλίες. Ζητώντας ταυτόχρονα από την ηγεσία τους να παλέψει για την συσπείρωση όλης της κομμουνιστικής αριστεράς με κοινό σκοπό την όσο πλατύτερη κινητοποίηση για την συγκρότηση του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου.
Μόνο το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο μπορεί να βγάλει την εργατική τάξη από τον σημερινό λήθαργο της διάσπασης και της ανοργανωσιάς. Για να καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των άλλων φτωχών εκμεταλλευομένων στρωμάτων και να τα σύρει στον αναγκαίο αγώνα ενάντια στην ολέθρια φτώχεια και εξαθλίωση της καθεστωτικής επίθεσης και της καπιταλιστικής αποσύνθεσης.
8/4/2017