Β. Ι. Λένιν
Ο ΑΡΙΣΤΕΡΙΣΜΟΣ
ΠΑΙΔΙΚΗ ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ
Τι έγραψε ο Λένιν για την ιστορία και τις ιδέες του μπολσεβικισμού
ΤΙ ΕΓΡΑΨΕ Ο ΛΕΝΙΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ
ΤΙΣ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΙΣΜΟΥ
Περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, στις μέρες μας, όπου επικρατεί μια φοβερή ιδεολογική σύγχυση και διάσπαση του παγκόσμιου εργατικού επαναστατικού κινήματος, η μπροσούρα του Λένιν: «Αριστερισμός Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού», κατά τη γνώμη μας, είναι το πιο σπουδαίο μαρξιστικό εγχειρίδιο που πρέπει να μελετηθεί, (από την πρώτη ως την τελευταία αράδα του) απ΄ τον κάθε επαναστάτη, τον κάθε αγωνιστή του κομματιασμένου κινήματος της Αριστεράς και προπαντός από τους νέους κομμουνιστές, τους πρωτοπόρους μαχητές του ΚΚΕ και της ΚΝΕ! Έτσι ώστε να γνωρίσουν από τον ίδιο τον Λένιν την ιστορία του μπολσεβικισμού, τις πραγματικές ιδέες και την αληθινή πάλη του λενινικού διεθνικού μπολσεβικισμού, απαλλαγμένες από τις παραποιήσεις και τις νοθείες του σταλινικού εθνικο – «μπολσεβικισμού».
Στην ελληνική γλώσσα, η εξαιρετική αυτή μπροσούρα έχει κυκλοφορήσει πριν από πολλά χρόνια και σε διάφορες εκδόσεις. Καθένας σήμερα μπορεί να ελέγξει την εγκυρότητά τους. Μια απ΄ αυτές είναι η έκδοση «ΘΕΜΕΛΙΟ», του 1976. Η οποία , αποτελεί μετάφραση από την πέμπτη ρωσική έκδοση των Απάντων του Λένιν του Ιούνη 1963 .Και την οποία προτιμήσαμε από την αντίστοιχη έκδοση των Απάντων του 1983 της «Σύγχρονης Εποχής» επειδή οι διάφορες λεκτικές μεταφραστικές διαφορές που έχουν μεταξύ τους αποδίδονται καλύτερα (κατά την γνώμη μας) στην πρώτη. Απ΄ αυτή, παραθέτουμε εδώ το 2ο , το 3ο και το 4ο κεφάλαιο, με σκοπό ν΄ αναδείξουμε τη σπουδαιότητα και την επικαιρότητα της μπροσούρας του Λένιν, ανεξάρτητα από εισαγωγές, προλόγους, επίλογους κλπ. Και να παρακινήσουμε στην πολύ προσεχτική μελέτη της. Ακριβώς επειδή απαντάει σε όλα τα προβλήματα στρατηγικής που αντιμετωπίζει σήμερα το κομμουνιστικό και το εργατικό μας κίνημα.
Η Συντακτική Επιτροπή της Ε.Δ.
Β. Ι. Λένιν
Ο ΑΡΙΣΤΕΡΙΣΜΟΣ
ΠΑΙΔΙΚΗ ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ
ΙΙ
Ένας από τους βασικούς όρους της επιτυχίας των μπολσεβίκων
Είναι βέβαιο, τώρα πια το βλέπουν σχεδόν όλοι, πως οι μπολσεβίκοι δε θα μπορούσαν να κρατηθούν στην εξουσία όχι 2,5 χρόνια, μα ούτε και 2,5 μήνες χωρίς την αυστηρότατη, πραγματικά σιδερένια πειθαρχία μέσα στο κόμμα μας, χωρίς την πλήρη και απεριόριστη υποστήριξη τους απ’ όλη τη μάζα της εργατικής τάξης—δηλαδή απ’ ό,τι το σκεπτόμενο, το τίμιο, το ανεπιφύλακτα αφοσιωμένο, το έγκυρο, το ικανό να οδηγεί μαζί του, η να προσελκύει τα καθυστερημένα στρώματα υπάρχει μέσα σ’ αυτή την τάξη.
Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ο πιο ηρωικός και ο πιο αμείλικτος πόλεμος της νέας τάξης ενάντια σ’ έναν πιο ισχυρό εχθρό, ενάντια στην αστική τάξη, που η αντίσταση της δεκαπλασιάζεται με την ανατροπή της (έστω και σε μια χώρα) και που η ισχύς της δε βρίσκεται μόνο στη δύναμη του διεθνούς κεφαλαίου, στη δύναμη και στη στερεότητα των διεθνών δεσμών της αστικής τάξης, αλλά και στη δύναμη της συνήθειας, στη δύναμη της μικρής παραγωγής.Γιατί, δυστυχώς, μένει ακόμα στον κόσμο πολύ, πάρα πολύ η μικρή παραγωγή, και η μικρή παραγωγή γεννά τον καπιταλισμό και την αστική τάξη συνεχώς, κάθε μέρα, κάθε ώρα, στοιχειακά και σε μαζική κλίμακα. Για όλες αυτές τις αιτίες η δικτατορία του προλεταριάτου είναι απαραίτητη και η νίκη ενάντια στην αστική τάξη είναι αδύνατη χωρίς μακρόχρονο, επίμονο, απεγνωσμένο πόλεμο ζωής η θανάτου, πόλεμο που απαιτεί αυτοκυριαρχία, πειθαρχία, σταθερότητα, αδιαλλαξία και ενότητα θέλησης.
Το ξαναλέω: η πείρα της νικηφόρας δικτατορίας του προλεταριάτου στη Ρωσία έδειξε παραστατικά σε όσους δεν ξέρουν να σκέφτονται η σε όσους δεν έτυχε να σκεφτούν αυτό το ζήτημα, πως ο απόλυτος συγκεντρωτισμός και η αυστηρότατη πειθαρχία του προλεταριάτου είναι ένας από τους βασικούς όρους για τη νίκη ενάντια στην αστική τάξη.
Στο ζήτημα αυτό στέκονται συχνά. Ομως, δε σκέφτονται αρκετά βαθιά — τι σημαίνει αυτό; Κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί να γίνει; δε θάπρεπε μήπως οι ζητωκραυγές για σοβιετική εξουσία και τους μπολσεβίκους να συνοδεύονται συχνότερα από μια πολύ σοβαρή ανάλυση των αιτιών, κάτω απ’ τις όποιες οι μπολσεβίκοι μπόρεσαν να σφυρηλατήσουν την απαραίτητη για το επαναστατικό προλεταριάτο πειθαρχία;
Ο μπολσεβικισμός υπάρχει σαν ρεύμα πολιτικής σκέψης και σαν πολιτικό κόμμα από το 1903. Μόνο η ιστορία του μπολσεβικισμού σ’ ο λ η την περίοδο της ύπαρξης του μπορεί να εξηγήσει ικανοποιητικά γιατί μπόρεσε να σφυρηλατήσει και να διατηρήσει μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες τη σιδερένια πειθαρχία που είναι απαραίτητη για τη νίκη του προλεταριάτου.
Και πριν απ’ όλα-γεννιέται το ερώτημα: πως κρατιέται η πειθαρχία του επαναστατικού κόμματος του προλεταριάτου; πως ελέγχεται; πως δυναμώνει; Πρώτα, με τη συνειδητότητα της προλεταριακής πρωτοπορίας και την αφοσίωση της στην επανάσταση, την αυτοκυριαρχία της, την αυτοθυσία της, τον ηρωισμό της. Δεύτερο, με την ικανότητα της να συνδέεται, να πλησιάζει, κι ως ένα ορισμένο βαθμό, αν θέλετε, να συγχωνεύεται με την πιο πλατειά μάζα των εργαζομένων, πρώτα – πρώτα με την προλεταριακή, μ α ακόμα και μ ε τ η μη προλεταριακή εργαζόμενη μάζα. Τρίτο, με την ορθότητα της πολιτικής καθοδήγησης, που πραγματοποιεί αυτή η πρωτοπορία, με την ορθότητα της πολιτικής στρατηγικής και τακτικής της, υπό τον δρο ότι οι πιο πλατειές μάζες θα πείθονται από την ίδια τους την πείρα γι’ αυτή την ορθότητα. Χωρίς αυτούς τους όρους είναι απραγματοποίητη η πειθαρχία μέσα σ’ ένα επαναστατικό κόμμα, πραγματικά ικανό να είναι το κόμμα της πρωτοπόρος τάξης, που έχει καθήκον ν’ ανατρέψει την αστική τάξη και να μετασχηματίσει όλη την κοινωνία. Χωρίς αυτούς τους όρους κάθε απόπειρα να δημιουργηθεί πειθαρχία μετατρέπεται αναπόφευκτα σε σαπουνόφουσκα, σε λογοκοπία, σε πιθηκισμούς. από το άλλο μέρος, οι όροι αυτοί δεν μπορούν να παρουσιαστούν αμέσως. τους διαμορφώνει μόνο μια μακρόχρονη δουλειά, μια σκληρή πείρα- η επεξεργασία τους διευκολύνεται με τη σωστή επαναστατική θεωρία, που με τη σειρά της δεν είναι δόγμα, άλλά διαμορφώνεται τελικά μόνο σε στενή σύνδεση με την πρακτική δράση ενός πραγματικά μαζικού και πραγματικά επαναστατικού κινήματος.
Αν ο μπολσεβικισμός μπόρεσε να δημιουργήσει και να εφαρμόσει μ’ επιτυχία στα 1917 – 1920, μέσα σε αφάνταστα δύσκολες συνθήκες, τον πιο αυστηρό συγκεντρωτισμό και μια σιδερένια πειθαρχία, αυτό οφείλεται απλούστατα σε μια σειρά ιστορικές ιδιομορφίες της Ρωσίας.
Από το ένα μέρος ο μπολσεβικισμός εμφανίστηκε το 1903 πάνω στην πιο στερεή βάση, πάνω στη βάση της θεωρίας του μαρξισμού. και την ορθότητα αυτής — και μόνο αυτής — της επαναστατικής θεωρίας την απόδειξε όχι μόνο η παγκόσμια πείρα όλου του XIX αιώνα, άλλά και ιδιαίτερα η πείρα από τις περιπλανήσεις και τις ταλαντεύσεις, τα λάθη και τις απογοητεύσεις της επαναστατικής σκέψης στη Ρωσία. Κάπου μισόν αιώνα, περίπου από το 1840 ως το 1900, η πρωτοπόρα σκέψη στη Ρωσία, κάτω από τον ζυγό του χωρίς προηγούμενο άγριου και αντιδραστικού τσαρισμού, αναζητούσε με δίψα τη σωστή επαναστατική θεωρία, παρακολουθώντας με καταπληκτικό ζήλο και επιμέλεια κάθε «τελευταία λέξη» της Ευρώπης και της Αμερικής σ’ αυτόν τον τομέα. τον μαρξισμό, που είναι η μοναδικά σωστή επαναστατική θεωρία, η Ρωσία τον απόκτησε με τίμημα πενήντα χρόνια πρωτάκουστα βάσανα και θυσίες, ανείδωτο επαναστατικό ηρωισμό, απίστευτη δραστηριότητα και αφοσιωμένες αναζητήσεις, μελέτες, δοκιμασίες στην πράξη, απογοητεύσεις, επαληθεύσεις, συγκρίσεις με την πείρα της Ευρώπης. Χάρη στον αναγκαστικό εκπατρισμό, που τον επέβαλε ο τσαρισμός, η επαναστατική Ρωσία στη δεύτερη πεντηκονταετία του XIX αιώνα απόκτησε τόσο πλούσιες διεθνείς σχέσεις, τόσο θαυμάσια ενημέρωση σχετικά με τις παγκόσμιες μορφές και θεωρίες του επαναστατικού κινήματος, όσο καμιά άλλη χώρα στον κόσμο.
Από το άλλο μέρος, ο μπολσεβικισμός, που εμφανίστηκε πάνω σ’ αυτό το γρανιτένιο θεωρητικό βάθρο, είχε μια πρακτική ιστορία δεκαπέντε χρόνων (1903 – 1917) που ως προς τον πλούτο της πείρας δεν έχει όμοιά της στον κόσμο. Γιατί καμιά χώρα σ’ αυτά τα δεκαπέντε χρόνια δεν έζησε έστω και κατά προσέγγιση τόσα πολλά από την άποψη της επαναστατικής πείρας, της ταχύτητας και της ποικιλίας στις εναλλαγές των διαφόρων μορφών του κινήματος, που ήταν νόμιμο και παράνομο, ειρηνικό και θυελλώδες, κρυφό και ανοιχτό, κλεισμένο σε στενούς ομίλους και απλωμένο στις μάζες, κοινοβουλευτικό και τρομοκρατικό. σε καμιά χώρα δε συγκεντρώθηκε μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα τέτοιος πλούτος μορφών, αποχρώσεων, μεθόδων πάλης ό λ ω ν των τάξεων της σύγχρονης κοινωνίας, και μάλιστα πάλης, πού, εξαιτίας της καθυστέρησης της χώρας και του αφόρητου ζυγού τού τσαρισμού, ωρίμαζε εξαιρετικά γρήγορα, αφομοίωνε με ιδιαίτερη δίψα και επιτυχία την αντίστοιχη «τελευταία λέξη» της αμερικάνικης και ευρωπαϊκής πολιτικής πείρας.
III
Τα κυριότερα στάδια στην ιστορία του μπολσεβικισμού
Τα χρόνια προετοιμασίας της επανάστασης (1903-1905). Παντού νιώθεις ότι ζυγώνει η μεγάλη θύελλα. Σ’ όλες τις τάξεις επικρατεί αναβρασμός και προετοιμασία. Στο εξωτερικό ο τύπος των εκπατρισμένων βάζει θεωρητικά ό λ α τα βασικά ζητήματα της επανάστασης. Οι εκπρόσωποι των τριών βασικών τάξεων, των τριών κυριότερων πολιτικών ρευμάτων, του φιλελεύθερου – αστικού, του μικροαστικού – δημοκρατικού (πού καμουφλάρεται με τις ταμπέλες: «σοσιαλδημοκρατική» και «σοσιαλεπαναστατική» κατεύθυνση) και του προλεταριακού – επαναστατικού, προαναγγέλλουν και προετοιμάζουν με την οξύτατη πάλη των προγραμματικών και τακτικών τους απόψεων την επερχόμενη ανοιχτή πάλη των τάξεων. Ολα τα ζητήματα, για τα οποία διεξήχθηκε ο ένοπλος αγώνας των μαζών το 1905 – 1907 και το 1917 – 1920 μπορεί (και πρέπει) να τα παρακολουθήσει κανείς σε εμβρυώδη μορφή στον τύπο εκείνου του καιρού. Κι ανάμεσα στα τρία κυριότερα ρεύματα υπάρχουν, εννοείται, ένα σωρό ενδιάμεσοι, μεταβατικοί, μεσοβέζικοι σχηματισμοί. Πιο σωστά: στην πάλη των οργάνων του τύπου, των κομμάτων, των παρατάξεων, των ομάδων αποκρυσταλλώνονται εκείνες οι ιδεολογικοπολιτικές κατευθύνσεις που είναι πραγματικά ταξικές. Οι τάξεις σφυρηλατούν τα αναγκαία ιδεολογικοπολιτικά όπλα τους για τις επερχόμενες μάχες.
Τα χρόνια της επανάστασης (1905- 1907). Όλες οι τάξεις εμφανίζονται ανοιχτά. Όλες οι προγραμματικές και τακτικές απόψεις επαληθεύονται με τη δράση των μαζών. Πρωτοφανέρωτο στον κόσμο πλάτος και οξύτητα του απεργιακού αγώνα. Μετεξέλιξη της οικονομικής απεργίας σε πολιτική και της πολιτικής σε ένοπλη εξέγερση. Δοκιμασία στην πράξη των σχέσεων ανάμεσα στο προλεταριάτο που καθοδηγεί και στην καθοδηγούμενη, ταλαντευόμενη, ασταθή αγροτιά. Μέσα στην αυθόρμητη ανάπτυξη του αγώνα γεννιέται η σοβιετική μορφή οργάνωσης. Οι τοτινές διαμάχες για τη σημασία και το ρόλο των Σοβιέτ προμηνύουν το μεγάλο αγώνα του 1917 – 1920. Εναλλαγή των κοινοβουλευτικών μορφών πάλης με τις εξωκοινοβουλευτικές, της τακτικής της αποχής από το κοινοβούλιο με την τακτική της συμμετοχής στο κοινοβούλιο, των νόμιμων μορφών πάλης με τις παράνομες, καθώς και αλληλεξάρτηση και σύνδεση τους — όλ’ αυτά τα χαρακτηρίζει καταπληκτικός πλούτος περιεχομένου. Κάθε μήνας αυτής της περιόδου ισοδυναμούσε από την άποψη της εκμάθησης των βάσεων της πολιτικής επιστήμης — και από τις μάζες και από τους αρχηγούς, και από τις τάξεις και από τα κόμματα — μ’ ένα χρόνο «ειρηνικής» «συνταγματικής» εξέλιξης. Χωρίς τη «γενική δοκιμή» του 1905 θα ήταν αδύνατη η νίκη της Επανάστασης του Οκτώβρη του 1917.
Τα χρόνια της αντίδρασης (1907 – 1910). Ο τσαρισμός νίκησε. Ολα τα επαναστατικά και αντιπολιτευτικά κόμματα συντρίφτηκαν. Κατάπτωση, χάσιμο του ηθικού, διασπάσεις, σκόρπισμα, αποστασία, πορνογραφία στη θέση της πολιτικής. Δυναμώνει η τάση για τον φιλοσοφικό ιδεαλισμό. Ο μυστικισμός χρησιμοποιείται σαν περίβλημα των αντεπαναστατικών διαθέσεων. Ταυτόχρονα, όμως, ακριβώς η μεγάλη ήττα δίνει στα επαναστατικά κόμματα και στην επαναστατική τάξη ένα πραγματικό και ωφελιμότατο μάθημα, μάθημα ιστορικής διαλεκτικής, μάθημα που τα βοηθάει να κατανοήσουν και να αποκτήσουν την ικανότητα και την τέχνη να διεξάγουν τον πολιτικό αγώνα. Στη δυστυχία φαίνονται οι φίλοι. Οι νικημένοι στρατοί παίρνουν καλά μαθήματα.
Ο νικητής τσαρισμός είναι αναγκασμένος να καταστρέψει στα γρήγορα τα υπολείμματα του προαστικού, πατριαρχικού τρόπου ζωής στη Ρωσία. Η αστική ανάπτυξη της Ρωσίας προχωρεί εξαιρετικά γρήγορα. Οι αυταπάτες ότι είναι δυνατό να μείνει κανείς μακριά από τις τάξεις ή να μπει πάνω από αυτές, οι αυταπάτες ότι είναι δυνατό να αποφύγουμε τον καπιταλισμό, διαλύονται. Η ταξική πάλη εμφανίζεται με εντελώς καινούργιο τρόπο κι ακόμα πιο ξεκάθαρα.
Τα επαναστατικά κόμματα πρέπει να συμπληρώσουν την εκπαίδευση τους. Έμαθαν να επιτίθενται. Τώρα είναι ανάγκη να καταλάβουν ότι αυτή την επιστήμη πρέπει να την συμπληρώσουν με την επιστήμη του πως να υποχωρούν κανονικότερα. Είναι ανάγκη να καταλάβουμε — και η επαναστατική τάξη με την πικρή της πείρα μαθαίνει να το καταλαβαίνει — πως δε μπορούμε να νικήσουμε αν δε μάθουμε να επιτιθέμεθα κανονικά και να υποχωρούμε κανονικά. Απ’ όλα τα νικημένα αντιπολιτευτικά και επαναστατικά κόμματα οι μπολσεβίκοι υποχώρησαν με τη μεγαλύτερη τάξη, με τις λιγότερες απώλειες για το «στρατό» τους, με την καλύτερη διαφύλαξη του πυρήνα του, με τις λιγότερο βαθιές και τις λιγότερο ανεπανόρθωτες διασπάσεις, με το μικρότερο χάσιμο του ηθικού, με τη μεγαλύτερη ικανότητα να ξαναρχίσουν τη δουλειά πιο πλατιά, πιο σωστά και πιο δραστήρια. Και οι μπολσεβίκοι το πέτυχαν αυτό μόνο και μόνο γιατί ξεσκέπασαν αμείλικτα και έδιωξαν από τις γραμμές τους τους επαναστάτες της φράσης, που δεν ήθελαν να καταλάβουν ότι έπρεπε να υποχωρήσουμε, ότι έπρεπε να μάθουμε να υποχωρούμε, ότι έπρεπε οπωσδήποτε να μάθουμε να δουλεύουμε νόμιμα στα πιο αντιδραστικά κοινοβούλια, στις πιο αντιδραστικές συνδικαλιστικές, συνεταιριστικές, ασφαλιστικές και άλλες παρόμοιες οργανώσεις.
Τα χρόνια της ανόδου (1910 -1914). Στην αρχή η άνοδος ήταν αφάνταστα αργή, κατόπι, υστέρα από τα γεγονότα του Λένα, το 1912, κάπως πιο γοργή. Οι μπολσεβίκοι, ξεπερνώντας αφάνταστες δυσκολίες, εκτόπισαν τους μενσεβίκους, που τον ρόλο τους, σαν πρακτόρων της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα, τον κατάλαβε περίφημα όλη η αστική τάξη ύστερα από το 1905 και γι’ αυτό τους υποστήριξε με χίλιους τρόπους ενάντια στους μπολσεβίκους. Οι μπολσεβίκοι, όμως, δε θα κατόρθωναν ποτέ να το πετύχουν αυτό, αν δεν εφάρμοζαν τη σωστή τακτική του συνδυασμού της παράνομης δουλειάς με την υποχρεωτική χρησιμοποίηση των «νομίμων δυνατοτήτων». Στην αντιδραστικότατη Δούμα οι μπολσεβίκοι κέρδισαν με το μέρος τους όλη την εργατική κουρία.
Ο πρώτος παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος (1914-1917). Ο νόμιμος κοινοβουλευτισμός, παρά την αντιδραστικότητα του «κοινοβουλίου», προσφέρει πολυτιμότατες υπηρεσίες στο κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου, στους μπολσεβίκους. Οι μπολσεβίκοι βουλευτές πάνε στη Σιβηρία. Στον τύπο των εκπατρισμένων βρίσκουν την πιο πλήρη έκφραση τους όλες οι αποχρώσεις των απόψεων του σοσιαλιμπεριαλισμού, του σοσιαλσωβινισμού, του σοσιαλπατριωτισμού, του ασυνεπούς και του συνεπούς διεθνισμού, του πασιφισμού και της επαναστατικής άρνησης των πασιφιστικών αυταπατών. Οι ηλίθιοι σοφοί και οι γριούλες της II Διεθνούς που σούφρωναν τη μύτη τους περιφρονητικά και με υπεροψία για τις πάρα πολλές «φράξιες» που υπήρχαν μέσα στον ρωσικό σοσιαλισμό και τη λύσσα της πάλης που γινόταν ανάμεσα τους, δε μπόρεσαν, όταν ο πόλεμος κατάργησε την περιβόητη «νομιμότητα» σ’ ό λ ες τις αναπτυγμένες χώρες, να οργανώσουν έστω και κατά προσέγγιση μια τόσο ελεύθερη (παράνομη) ανταλλαγή απόψεων και μια τόσο ελεύθερη (παράνομη) επεξεργασία σωστών απόψεων, σαν κι αυτή που οργάνωσαν οι ρώσοι επαναστάτες στην Ελβετία και σε μια σειρά άλλες χώρες. Γι’ αυτό ακριβώς και οι ανοιχτοί σοσιαλπατριώτες και «καουτσκιστές» όλων των χωρών αποδείχτηκαν οι χειρότεροι προδότες του προλεταριάτου. Κι αν ο μπολσεβικισμός μπόρεσε να νικήσει το 1917 – 1920, μια από τις βασικές αιτίες αυτής της νίκης είναι ότι ο μπολσεβικισμός από το 1914 ακόμα ξεσκέπαζε αμείλικτα την ποταπότητα, την παλιανθρωπιά και την προστυχιά του σοσιαλσωβινισμού και του «καουτσκισμού» [ανάλογες μ’ αυτόν είναι οι απόψεις των οπαδών τον Λονγκέ. Στη Γαλλία, των αρχηγών του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος και των φαβιανών στην Αγγλία, του Τουράτι στην Ιταλία κλπ.], και κατόπιν οι μάζες με την ίδια τους την πείρα πείθονταν όλο και περισσότερο για την ορθότητα των απόψεων των μπολσεβίκων.
Η δεύτερη επανάσταση στη Ρωσία (από τον Φλεβάρη ως τον Οκτώβρη του 1917). Η αφάνταστη σαθρότητα και το γέρασμα του τσαρισμού δημιούργησαν (σ’ αυτό συνετέλεσαν και τα χτυπήματα και οι δυσκολίες ενός βασανιστικού πολέμου) μιαν απίστευτη καταστροφική δύναμη που στρεφόταν εναντίον του. Μέσα σε λίγες μέρες η Ρωσία μετατράπηκε σε λαοκρατική αστική δημοκρατία, πιο ελεύθερη — στις συνθήκες του πολέμου — από κάθε άλλη χώρα του κόσμου. Την κυβέρνηση άρχισαν να τη σχηματίζουν οι αρχηγοί των αντιπολιτευτικών και επαναστατικών κομμάτων, όπως και στις πιο «αυστηρά κοινοβουλευτικές» δημοκρατίες, και ο τίτλος του αρχηγού του αντιπολιτευόμενου κόμματος μέσα στο κοινοβούλιο, παρά το ότι επρόκειτο για το πιο αντιδραστικό κοινοβούλιο, διευκόλυνε τον κατοπινό ρόλο ενός τέτοιου αρχηγού στην επανάσταση.
Οι μενσεβίκοι και οι «σοσιαλιστές – επαναστάτες» μέσα σε μερικές βδομάδες αφομοίωσαν θαυμάσια όλους τους τρόπους και τις μεθόδους, τα επιχειρήματα και τις σοφιστείες των ευρωπαίων ηρώων της II Διεθνούς, των μινιστεριαλιστών και του υπόλοιπου οπορτουνιστικού σκυλολογιού. Όλα όσα διαβάζουμε τώρα για τους Σάιντεμαν και τους Νόσκε, για τον Κάουτσκι και τον Χίλφερντινγκ, για τον Ρένερ και τον Άουστερλιτς, για τον Όττο Μπάουερ και τον Φρίτς Άντλερ, για τον Τουράτι και τον Λονγκέ, για τους φαβιανούς και τους ηγέτες του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος στην Αγγλία, όλα αυτά μας φαίνονται (και είναι πραγματικά) ανιαρή επανάληψη, ξανάρχισμα γνωστού και παλιού σκοπού. Όλα αυτά τα έχουμε ήδη δει στους μενσεβίκους. Η ιστορία έκανε ένα αστείο, και ανάγκασε τους οπορτουνιστές μιας καθυστερημένης χώρας να προηγηθούν από τους οπορτουνιστές μιας σειράς αναπτυγμένων χωρών.
Αν όλοι οι ήρωες της II Διεθνούς χρεοκόπησαν και ρεζιλεύτηκαν στο ζήτημα της σημασίας και του ρόλου των Σοβιέτ και της σοβιετικής εξουσίας, αν ρεζιλεύτηκαν εξαιρετικά «περίλαμπρα» και μπερδεύτηκαν σ’ αυτό το ζήτημα οι ηγέτες των τριών πολύ σπουδαίων κομμάτων που αποχώρησαν πρόσφατα από τη II Διεθνή (δηλαδή του γερμανικού Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, του γαλλικού του Λονγκέ και του αγγλικού Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος), αν όλοι τους αποδείχτηκαν δούλοι των προλήψεων της μικροαστικής δημοκρατίας (ολότελα στο πνεύμα των μικροαστών του 1848, που αυτοονομάζονταν «σοσιαλδημοκράτες»), εμείς αυτά όλα τα έχουμε ήδη δει με το παράδειγμα των μενσεβίκων. Η ιστορία έκανε τούτο το αστείο: στη Ρωσία το 1905 γεννήθηκαν τα Σοβιέτ- τον Φλεβάρη με Οκτώβρη του 1917 τα νόθεψαν οι μενσεβίκοι, που χρεοκόπησαν γιατί ήταν ανίκανοι να καταλάβουν τον ρόλο και τη σημασία τους- και τώρα σ’ όλο τον κόσμο γεννήθηκε η ιδέα της σοβιετικής εξουσίας, που διαδίδεται με πρωτοφανή ταχύτητα μέσα στο προλεταριάτο όλων των χωρών, ενώ οι παλιοί ήρωες της II Διεθνούς χρεοκοπούν κι αυτοί παντού επειδή είναι ανίκανοι να καταλάβουν τον ρόλο και τη σημασία των Σοβιέτ, όπως και οι μενσεβίκοι μας. Η πείρα απέδειξε ότι σε ορισμένα πολύ ουσιαστικά προβλήματα της προλεταριακής επανάστασης ό λ ες οι χώρες θα κάνουν αναπόφευκτα αυτό που έκανε η Ρωσία.
Οι μπολσεβίκοι τη νικηφόρα τους πάλη ενάντια στην κοινοβουλευτική (πραγματικά) αστική δημοκρατία, και ενάντια στους μενσεβίκους την άρχισαν πολύ προσεχτικά και την προετοίμασαν κατά τρόπο κάθε άλλο παρά απλό, αντίθετα από τις γνώμες που τώρα συναντιούνται συχνά στην Ευρώπη και στην Αμερική. Στην αρχή της περιόδου που αναφέρουμε δ ε ν καλούσαμε τις μάζες να ανατρέψουν την κυβέρνηση, αλλά εξηγούσαμε πως είναι αδύνατο να ανατραπεί χωρίς προκαταρκτικές αλλαγές στη σύνθεση και στον προσανατολισμό των Σοβιέτ. Δεν κηρύχναμε την αποχή από το αστικό κοινοβούλιο, από τη Συντακτική συνέλευση, άλλά λέγαμε — από τη συνδιάσκεψη του Απρίλη (1917) του κόμματος μας λέγαμε επίσημα, εξ ονόματος του κόμματος — ότι μια αστική δημοκρατία με Συντακτική είναι καλύτερη από μια αστική δημοκρατία χωρίς Συντακτική, και ότι η «εργατοαγροτική», η σοβιετική δημοκρατία είναι καλύτερη από κάθε αστικοδημοκρατική, κοινοβουλευτική δημοκρατία. Χωρίς μια τέτοια προσεχτική, επισταμένη, καλομελετημένη και μακρόχρονη προετοιμασία, δε θα μπορούσαμε να πετύχουμε τη νίκη τον Οκτώβρη τού 1917, ούτε να διατηρήσουμε αυτή τη νίκη.
IV
Στην πάλη ενάντια σε ποιους εχθρούς μέσα
στο εργατικό κίνημα αναπτύχθηκε,
δυνάμωσε και ατσαλώθηκε ο μπολσεβικισμός;
Πρώτο και κύριο στην πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό, που το 1914 εξελίχθηκε οριστικά σε σοσιαλσωβινισμό και πέρασε οριστικά με το μέρος της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο. Αυτός ήταν, φυσικά, ο κυριότερος εχθρός τού μπολσεβικισμού μέσα στο εργατικό κίνημα. Αυτός ο εχθρός παραμένει και τώρα ο κυριότερος εχθρός σε διεθνή κλίμακα. Στον εχθρό αυτό ο μπολσεβικισμός έδινε και δίνει την μεγαλύτερη προσοχή. Αυτή η πλευρά της δράσης των μπολσεβίκων τώρα πια είναι αρκετά καλά γνωστή και στο εξωτερικό.
Δε μπορούμε να πούμε το ίδιο και για τον άλλο εχθρό του μπολσεβικισμού μέσα στο εργατικό κίνημα. Στο εξωτερικό δεν ξέρουν ακόμα αρκετά καλά ότι ο μπολσεβικισμός μεγάλωσε, διαμορφώθηκε και ατσαλώθηκε μέσα σ’ ένα μακρόχρονο αγώνα ενάντια στη μικροαστική επαναστατικότητα, που μοιάζει με τον αναρχισμό ή κάτι δανείζεται απ’ αυτόν και που σε καθετί το ουσιαστικό απομακρύνεται από τους όρους και τις απαιτήσεις της συνεπούς προλεταριακής ταξικής πάλης. Για τους μαρξιστές θεωρητικά έχει πέρα για πέρα αποδειχθεί — και η πείρα όλων των ευρωπαϊκών επαναστάσεων και επαναστατικών κινημάτων το έχει επιβεβαιώσει απόλυτα — ότι ο μικροϊδιοκτήτης, ο μικρονοικοκύρης (κοινωνικός τύπος, που σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αντιπροσωπεύεται πολύ πλατιά και μαζικά), που στον καπιταλισμό υφίσταται μια μόνιμη καταπίεση και πολύ συχνά αντιμετωπίζει αφάνταστα απότομη και γρήγορη χειροτέρεψη των συνθηκών της ζωής του και καταστρέφεται, περνά εύκολα σε άκρα επαναστατικότητα, δεν είναι όμως ικανός να δείξει αντοχή, οργανωτικό πνεύμα, πειθαρχία και σταθερότητα. Ο «μανιασμένος» από τις φρίκες τού καπιταλισμού μικροαστός είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλες τις καπιταλιστικές χώρες, όπως και ο αναρχισμός. Η αστάθεια μιας τέτοιας επαναστατικότητας, η στειρότητα της, η ιδιότητα της να μετατρέπεται γρήγορα σε υποταγή, σε απάθεια, σε φαντασιοπληξία, ακόμα και σε «μανιασμένο» ενθουσιασμό για το ένα η το άλλο αστικό ρεύμα της «μόδας» — όλα αυτά είναι πασίγνωστα. Όμως η θεωρητική, η αφηρημένη αναγνώριση αυτών των αληθειών δεν απαλλάσσει καθόλου τα επαναστατικά κόμματα από τα παλιά λάθη, που παρουσιάζονται πάντα από απροσδόκητες αιτίες, με κάπως νέα μορφή, μ’ ένα περίβλημα και σε μια ατμόσφαιρα άγνωστη παλιότερα, μέσα σε πρωτότυπες, λίγο πολύ πρωτότυπες, συνθήκες.
Ο αναρχισμός ήταν συχνά ένα είδος τιμωρία για τα οπορτουνιστικά αμαρτήματα τού εργατικού κινήματος. και τα δύο αυτά εκτρώματα αλληλοσυμπληρώνονταν. Κι αν στη Ρωσία, παρά το γεγονός ότι ο μικροαστικός πληθυσμός της ήταν μεγαλύτερος απ’ ό,τι στις ευρωπαϊκές χώρες, ο αναρχισμός είχε σχετικά ασήμαντη επιρροή στην περίοδο των δύο επαναστάσεων (1905 και 1917) και στον καιρό της προετοιμασίας τους, αυτό πρέπει αναμφισβήτητα να το αποδώσουμε εν μέρει στον μπολσεβικισμό, που διεξήγαγε τον πιο αμείλικτο και αδιάλλακτο αγώνα ενάντια στον οπορτουνισμό. Λέω: «εν μέρει», γιατί ακόμα σπουδαιότερο ρόλο για το αδυνάτισμα του αναρχισμού στη Ρωσία έπαιξε το γεγονός ότι στο παρελθόν (1870 – 1880) είχε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί πλήρως και να φανερώσει ως το τέλος ότι είναι λαθεμένος και ακατάλληλος σαν καθοδηγητική θεωρία για την επαναστατική τάξη.
Ο μπολσεβικισμός με την εμφάνιση του το 1903 υιοθέτησε και συνέχισε την παράδοση της αμείλικτης πάλης ενάντια στην μικροαστική, μισοαναρχική (ή ικανή να ερωτοτροπεί με τον αναρχισμό) επαναστατικότητα, παράδοση που υπήρχε πάντα μέσα στην επαναστατική σοσιαλδημοκρατία και που σε μας ενισχύθηκε εξαιρετικά το 1900 – 1903, τότε που έμπαιναν τα θεμέλια ενός μαζικού κόμματος του επαναστατικού προλεταριάτου στη Ρωσία., Ο μπολσεβικισμός ανέλαβε και συνέχισε την πάλη ενάντια στο κόμμα, που εξέφραζε περισσότερο απ’ όλα τα άλλα κόμματα τις τάσεις της μικροαστικής επαναστατικότητας, δηλαδή ενάντια στο κόμμα των «σοσιαλιστών – επαναστατών», πάνω σε τρία κύρια σημεία. Πρώτον, το κόμμα αυτό, που αρνιόταν τον μαρξισμό, δεν ήθελε με κανένα τρόπο (ίσως θάταν πιο σωστό να πούμε: δεν μπορούσε) να καταλάβει την ανάγκη ενός αυστηρά αντικειμενικού υπολογισμού των ταξικών δυνάμεων και του συσχετισμού τους, πριν από κάθε πολιτική δράση. Δεύτερο, το κόμμα αυτό θεωρούσε σαν ιδιαίτερη «επαναστατικότητα» του ή «αριστερισμό» του την παραδοχή της ατομικής τρομοκρατίας και των δολοφονιών, πράγμα που εμείς οι μαρξιστές το απορρίπταμε κατηγορηματικά. Εννοείται, εμείς απορρίπταμε την ατομική τρομοκρατία μόνο για λόγους σκοπιμότητας, ενώ τους ανθρώπους που είναι ικανοί να καταδικάσουν «από άποψη αρχής» την τρομοκρατία της μεγάλης γαλλικής επανάστασης, η γενικά την τρομοκρατία από μέρους ενός νικηφόρου επαναστατικού κόμματος, που πολιορκείται από την αστική τάξη όλου του κόσμου, τους ανθρώπους αυτούς τους έχει γελοιοποιήσει και εξευτελίσει ο Πλεχάνοφ από το 1900 – 1903 ακόμα, όταν ήταν μαρξιστής και επαναστάτης. Τρίτο, οι «σοσιαλιστές – επαναστάτες» θεωρούσαν «αριστερισμό» το να χασκογελούν για τα σχετικά μικρά οπορτουνιστικά αμαρτήματα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και παράλληλα να μιμούνται τους άκρους οπορτουνιστές αυτού του ίδιου του κόμματος, λ.χ. στο αγροτικό ζήτημα ή στο ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Η ιστορία, ας το πούμε εν παρόδω, επιβεβαίωσε τώρα σε μεγάλη, κοσμοϊστορική κλίμακα τη γνώμη που υποστηρίζαμε πάντα, συγκεκριμένα, ότι η επαναστατική γερμανική σοσιαλδημοκρατία (σημειώστε ότι ο Πλεχάνοφ στα 1900 – 1903 ακόμα απαιτούσε τη διαγραφή του Μπέρνσταϊν από το κόμμα, και οι μπολσεβίκοι, συνεχίζοντας πάντοτε αυτή την παράδοση, ξεσκέπαζαν το 1913 όλη την ποταπότητα, την προστυχιά και την προδοσία του Λέγκιν), ότι η επαναστατική γερμανική σοσιαλδημοκρατία ήταν πιο κοντά από κάθε άλλο κόμμα, στον τύπο του κόμματος που χρειάζεται το επαναστατικό προλεταριάτο για να μπορέσει να νικήσει. Τώρα, το 1920, υστέρα από όλες τις επονείδιστες χρεοκοπίες και κρίσεις της εποχής του πολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, φαίνεται καθαρά ότι από όλα τα κόμματα της Δύσης ίσα – ίσα η γερμανική επαναστατική σοσιαλδημοκρατία έδωσε τους καλύτερους ηγέτες, ακόμα ότι συνήλθε, γιατρεύτηκε και ξαναδυνάμωσε νωρίτερα από τα άλλα κόμματα. Αυτό φαίνεται και από το κόμμα των σπαρτακιστών και από την αριστερή, προλεταριακή πτέρυγα τού «Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας» που παλεύει σταθερά ενάντια στον οπορτουνισμό και την έλλειψη χαρακτήρα των Κάουτσκι, Χίλφερντινγκ, Λέντεμπουρ, Κρίσπιν. αν τώρα ρίξουμε μια γενική ματιά στην ιστορική περίοδο, από την Κομμούνα του Παρισιού ως την πρώτη Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία, περίοδο που έχει καθ’ όλα κλείσει, τότε η σχέση του μαρξισμού προς τον αναρχισμό γενικά διαγράφεται απόλυτα, συγκεκριμένα και αναμφισβήτητα. Τελικά αποδείχτηκε πως είχε δίκιο ο μαρξισμός, και αν οι αναρχικοί τόνιζαν με το δίκιο τους τον οπορτουνιστικό χαρακτήρα των απόψεων για το κράτος, που επικρατούσαν στα περισσότερα σοσιαλιστικά κόμματα, λέμε ότι: πρώτο, ο οπορτουνιστικός αυτός χαρακτήρας είχε σχέση με τη διαστρέβλωση ακόμα και με την άμεση απόκρυψη των απόψεων του Μαρξ για το κράτος (στο βιβλίο μου «Κράτος και επανάσταση» σημείωσα ότι ο Μπέμπελ επί 36 χρόνια, από το 1875 ως το 1911, κρατούσε μυστικό το γράμμα του Ένγκελς, που ξεσκέπαζε εξαιρετικά ανάγλυφα, χτυπητά, άμεσα και καθαρά τον οπορτουνισμό των γνωστών απόψεων της σοσιαλδημοκρατίας για το κράτος)΄ δεύτερο, η διόρθωση αυτών των οπορτουνιστικών απόψεων, η αναγνώριση της σοβιετικής εξουσίας και της υπεροχής της απέναντι στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, όλα αυτά έγιναν πάρα πολύ γρήγορα και σε πλατειά κλίμακα ακριβώς από τα πιο μαρξιστικά ρεύματα μέσα στα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης και της Αμερικής.
Σε δύο περιπτώσεις η πάλη του μπολσεβικισμού ενάντια στις παρεκκλίσεις «προς τ’ αριστερά» μέσα στο ίδιο του το κόμμα πήρε εξαιρετικά μεγάλες διαστάσεις: το 1908 για το ζήτημα της συμμετοχής μας στο αντιδραστικότατο «κοινοβούλιο» και στους νόμιμους εργατικούς συλλόγους, που διέπονταν από αντιδραστικότατους νόμους, και το 1918 (ειρήνη του Μπρέστ) για το ζήτημα αν επιτρέπεται ο ένας η ο άλλος «συμβιβασμός».
Το 1908 οι «αριστεροί» μπολσεβίκοι διαγράφηκαν από το κόμμα μας, γιατί αρνούνταν επίμονα να καταλάβουν την ανάγκη της συμμετοχής στο αντιδραστικότατο «κοινοβούλιο». Οι «αριστεροί» — απ’ τους οποίους πολλοί ήταν θαυμάσιοι επαναστάτες, που αργότερα έγιναν (και εξακολουθούν να είναι) άξια μέλη τού κομμουνιστικού κόμματος — στηρίζονταν ιδιαίτερα στο επιτυχημένο πείραμα της αποχής του 1905. Όταν τον Αύγουστο του 1905 ο τσάρος ανήγγειλε τη σύγκληση συμβουλευτικού «κοινοβουλίου», οι μπολσεβίκοι κήρυξαν αποχή — αντίθετα απ’ όλα τα αντιπολιτευτικά κόμματα και τους μενσεβίκους — και η Επανάσταση του 1905 το σάρωσε πραγματικά. Τότε η αποχή αποδείχτηκε σωστή, όχι γιατί είναι γενικά σωστή η μη συμμετοχή στα αντιδραστικά κοινοβούλια, άλλά γιατί είχε εκτιμηθεί σωστά η αντικειμενική κατάσταση, που οδηγούσε στη γρήγορη μετατροπή των μαζικών απεργιών σε πολιτική απεργία, κ’ έπειτα σε επαναστατική απεργία, κ’ έπειτα σε ένοπλη εξέγερση. Έξαλλου, τότε η πάλη γινόταν γύρω από το αν θ’ αφήσουμε στα χέρια του τσάρου τη σύγκληση του πρώτου αντιπροσωπευτικού σώματος, ή θα προσπαθήσουμε να αποσπάσουμε τη σύγκληση αυτή από τα χέρια της παλιάς εξουσίας. ‘Εφ’ όσον δεν είχαμε και δεν μπορούσε νάχουμε τη βεβαιότητα πως υπάρχει ανάλογη αντικειμενική κατάσταση, και πως η κατάσταση αυτή εξελίσσεται προς την ίδια κατεύθυνση και με τους ίδιους ρυθμούς, η αποχή έπαυε να είναι σωστή.
Η μπολσεβίκικη αποχή από το «κοινοβούλιο» το 1905 πλούτισε το επαναστατικό προλεταριάτο με εξαιρετικά πολύτιμη πολιτική πείρα, δείχνοντας ότι όταν κάνεις συνδυασμό των νόμιμων και των παράνομων, των κοινοβουλευτικών και των εξωκοινοβουλευτικών μορφών πάλης είναι κάποτε ωφέλιμο, ακόμα και επιβεβλημένο, να ξέρεις να παραιτείσαι από τις κοινοβουλευτικές μορφές. Όμως η τυφλή, η μηχανική κι όχι κριτική μεταφορά της πείρας αυτής σε άλλες συνθήκες, σε άλλη κατάσταση είναι πολύ μεγάλο λάθος. Λάθος, αν και όχι μεγάλο, και που διορθώθηκε εύκολα*, ήταν η αποχή των μπολσεβίκων από τις εκλογές για την «Δούμα» το 1906. Πολύ σοβαρό και δυσκολοδιόρθωτο λάθος ήταν η αποχή το 1907, το 1908 και τα επόμενα χρόνια, όταν, από το ένα μέρος, δεν μπορούσαμε να περιμένουμε μια πολύ γρήγορη άνοδο του επαναστατικού κύματος και πέρασμα του σε ένοπλη εξέγερση κι όταν, από το άλλο μέρος, η ανάγκη του συνδυασμού της νόμιμης και της παράνομης δουλειάς απέρρεε απ’ όλη την ιστορική κατάσταση που δημιούργησε η αστική ανανέωση της μοναρχίας. Τώρα, όταν στρέψεις το βλέμμα σου στο παρελθόν και εξετάσεις την ιστορική αυτή περίοδο που έκλεισε και που η σύνδεση της με τις επόμενες περιόδους έχει πια φανεί πέρα για πέρα, γίνεται πεντακάθαρο ότι οι μπολσεβίκοι δ ε θ α μπορούσαν να κρατήσουν (δε λέω πια: να εδραιώσουν, ν’ αναπτύξουν και να ενισχύσουν) τον σταθερό πυρήνα του επαναστατικού κόμματος τού προλεταριάτου στα χρόνια 1908 -1914, αν δεν είχαν υπερασπίσει μέσα στην πιο σκληρή πάλη την ανάγκη του υποχρεωτικού συνδυασμού των παράνομων μορφών πάλης με τις νόμιμες, με την υ π οχ ρ ε ω τ ι κ ή συμμετοχή στο αντιδραστικότατο κοινοβούλιο και σε μια σειρά άλλα ιδρύματα (ασφαλιστικά ταμεία κλπ.), που διέπονταν από αντιδραστικούς νόμους.
Το 1918 τα πράγματα δεν έφτασαν ως τη διάσπαση. Οι «αριστεροί» κομμουνιστές σχημάτισαν τότε μονάχα μιαν ιδιαίτερη ομάδα, ή \φράξια», μέσα στο κόμμα μας κι αυτό όχι για πολύν καιρό. Τον ίδιο χρόνο, το 1918, οι πιο επιφανείς εκπρόσωποι του «αριστερού κομμουνισμού», λ.χ. οι σύντροφοι Ράντεκ και Μπουχάριν, αναγνώρισαν ανοιχτά το λάθος τους. Είχαν τη γνώμη, ότι η ειρήνη του Μπρέστ ήταν ένας συμβιβασμός με τους ιμπεριαλιστές, απαράδεκτος από άποψη αρχών και επιζήμιος για το κόμμα τού επαναστατικού προλεταριάτου. Ήταν πραγματικά ένας συμβιβασμός με τους ιμπεριαλιστές, μα ακριβώς τέτοιος και σε τέτοιες περιστάσεις, που ήταν υποχρεωτικός.
Σήμερα, όταν ακούω τις επιθέσεις λ.χ. των σοσιαλεπαναστατών ενάντια στην τακτική μας κατά την υπογραφή της ειρήνης τού Μπρέστ, η όταν ακούω την παρατήρηση που έκανε ο σύντροφος Λάνσμπουρι σε συνομιλία του μαζί μου: «οι άγγλοι ηγέτες μας των τρέιντ-γιούνιονς λένε πως οι συμβιβασμοί επιτρέπονται και σ’ αυτούς, εφ’ όσον επιτρέπονται και στον μπολσεβικισμό», απαντώ συνήθως και πρώτα – πρώτα με μια απλή και «λαϊκή» σύγκριση:
Φανταστείτε πως το αυτοκίνητο σας το σταμάτησαν οπλισμένοι ληστές. τους δίνετε τα λεφτά, το διαβατήριο, το πιστόλι, το αυτοκίνητο σας. Έτσι γλιτώνετε από την ευχάριστη συντροφιά με τους ληστές. Εδώ υπάρχει αναμφισβήτητα συμβιβασμός: «Do ut des» («σου δίνω» τα λεφτά, το όπλο, το αυτοκίνητο, «για να μου δόσεις» τη δυνατότητα να φύγω σώος και άβλαβης). Είναι όμως δύσκολο να βρει κανείς άνθρωπο που να είναι στα καλά του και να λέει πως ένας παρόμοιος συμβιβασμός είναι «κατ’ αρχήν απαράδεκτος», ή να θεωρεί το πρόσωπο που έκανε έναν τέτοιο συμβιβασμό συνένοχο των ληστών (αν και οι ληστές θα μπορούσαν να καθίσουν στο αυτοκίνητο και να το χρησιμοποιήσουν, καθώς και το όπλο, για καινούργιες ληστείες). Ο συμβιβασμός μας με τους ληστές του γερμανικού ιμπεριαλισμού έμοιαζε με τούτον δω τον συμβιβασμό.
Όταν όμως οι μενσεβίκοι και οι εσέροι στη Ρωσία, οι οπαδοί του Σάιντεμαν (και σε σημαντικό βαθμό οι οπαδοί του Κάουτσκι) στη Γερμανία, ο Όττο Μπάουερ και ο Φρίντριχ Άντλερ (δε μιλούμε πια για τους κυρίους Ρέννερ και Σία) στην Αυστρία, ο Ρενοντέλ και ο Λονγκέ και Σία στη Γαλλία, οι φαβιανοί, οι «ανεξάρτητοι» και οι «εργατικοί» («λεϊμπουριστές») στην Αγγλία, κάνανε το 1914 – 1918 και το 1918 – 1920 συμβιβασμούς με τους ληστές της δικής τους αστικής τάξης και κάποτε και της «συμμάχου» αστικής τάξης ενάντια στο επαναστατικό προλεταριάτο της χώρας τους, να τότε όλοι αυτοί οι κύριοι ενεργούσαν σαν συνένοχοι των ληστών.
Το συμπέρασμα είναι καθαρό: το να αρνιέσαι τους συμβιβασμούς «από άποψη αρχών», το να αρνιέσαι γενικά οποιοδήποτε συμβιβασμό, αποτελεί παιδαριωδία, που είναι δύσκολο ακόμα και να την πάρει κανείς στα σοβαρά. Ο πολιτικός, που θέλει να είναι ωφέλιμος στο επαναστατικό προλεταριάτο, πρέπει να ξέρει να ξεχωρίζει τις συγκεκριμένες περιπτώσεις εκείνων ακριβώς των συμβιβασμών που είναι απαράδεκτοι, που εκφράζουν οπορτουνισμό και προδοσία, και να κατευθύνει όλη τη δύναμη της κριτικής του, όλη την αιχμή ενός αμείλικτου ξεσκεπάσματος κ’ ενός ανειρήνευτου πολέμου ενάντια σ’ αυτούς τους συγκεκριμένους συμβιβασμούς χωρίς να επιτρέπει στους πολύπειρους «καταφερτζήδες» σοσιαλιστές και στους κοινοβουλευτικούς ιησουΐτες να ξεφεύγουν και να ξεγλιστρούν από τις ευθύνες με πραγματείες για «συμβιβασμούς γενικά». Οι κύριοι άγγλοι «ηγέτες» των τρέιντ – γιούνιονς, καθώς και της εταιρίας των φαβιανών και του «ανεξάρτητου» εργατικού κόμματος ακριβώς έτσι ξεφεύγουν από τις ευθύνες για την προδοσία που διέπραξαν, για το συμβιβασμό που έκαναν, ο οποίος είναι, τέτοιος που αποτελεί πραγματικά οπορτουνισμό, ατιμία και προδοσία του χειρίστου είδους.
Υπάρχουν συμβιβασμοί και συμβιβασμοί. Πρέπει να ξέρεις να αναλύεις την κατάσταση και τους συγκεκριμένους όρους κάθε συμβιβασμού, η κάθε. ποικιλίας συμβιβασμών. Πρέπει να μάθεις να ξεχωρίζεις τον άνθρωπο που έδωσε στους ληστές λεφτά και όπλο για να περιορίσει το κακό που θα έκαναν οι ληστές και να διευκολύνει τη σύλληψη και την εκτέλεση τους, από τον άνθρωπο που δίνει στους ληστές λεφτά και όπλο για να πάρει μέρος στο μοίρασμα της λείας. Στην πολιτική το πράγμα δεν είναι πάντοτε τόσο εύκολο, όπως φαίνεται στο παιδιάστικα απλό παραδειγματάκι μου. Κάθε άλλο. Και αυτός που θάβαζε με το νου του να σοφιστεί για τους εργάτες μια συνταγή, η οποία θα τους έδινε λύσεις έτοιμες εκ των προτέρων για όλες τις περιπτώσεις της ζωής, ή που θα υποσχόταν ότι στην πολιτική τού επαναστατικού προλεταριάτου δε θα υπάρχει καμιά δυσκολία και καμιά μπερδεμένη κατάσταση, θα ήταν απλούστατα τσαρλατάνος.
Για να μην αφήσω θέση για παρερμηνείες, θα προσπαθήσω να διατυπώσω, έστω και πολύ σύντομα, μερικές βασικές θέσεις για την ανάλυση των συγκεκριμένων συμβιβασμών.
Το κόμμα, που έκλεισε συμβιβασμό με τους γερμανούς ιμπεριαλιστές, συμβιβασμό που συνίστατο στην υπογραφή της ειρήνης του Μπρέστ, είχε αρχίσει να επεξεργάζεται στην πράξη τον διεθνισμό του από τα τέλη του 1914. Δε φοβήθηκε να διακηρύξει την ήττα της τσαρικής μοναρχίας και να στιγματίσει την «υπεράσπιση της πατρίδας» στον πόλεμο ανάμεσα στους δύο ιμπεριαλιστές ληστές. Οι βουλευτές αυτού του κόμματος πήραν το δρόμο της Σιβηρίας, και όχι αυτόν που οδηγεί στα υπουργικά χαρτοφυλάκια σε μια αστική κυβέρνηση. Η επανάσταση, που ανέτρεψε τον τσαρισμό και δημιούργησε την αστική δημοκρατία, στάθηκε μια νέα και πολύ μεγάλη δοκιμασία γι’ αυτό το κόμμα: το κόμμα δεν ήρθε σε καμιά συμφωνία με τους ιμπεριαλιστές «του», άλλά προετοίμασε την ανατροπή τους και τους ανέτρεψε. Το κόμμα αυτό, παίρνοντας την πολιτική εξουσία δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα και από την τσιφλικάδικη, και από την καπιταλιστική ιδιοκτησία. Το κόμμα αυτό, αφού δημοσίευσε και κατήγγειλε τα μυστικά σύμφωνα των ιμπεριαλιστών, πρότεινε ειρήνη σ’ ό λ ο υ ς τους λαούς και δεν υποτάχθηκε στη βία των ληστών του Μπρέστ παρά μόνο όταν οι άγγλο-γάλλοι ιμπεριαλιστές τορπίλισαν την ειρήνη και οι μπολσεβίκοι έκαναν ό,τι ήταν ανθρώπινα δυνατό για να επιταχυνθεί η επανάσταση στη Γερμανία και στις άλλες χώρες. Η απόλυτη ορθότητα ενός τέτοιου συμβιβασμού, που έκλεισε το κόμμα αυτό σε μια τέτοια κατάσταση, γίνεται κάθε μέρα και πιο ξεκάθαρη και πιο φανερή για όλους.
Οι μενσεβίκοι και οι εσέροι στη Ρωσία (όπως και όλοι οι ηγέτες της II Διεθνούς σ’ όλο τον κόσμο στα 1914 – 1920) άρχισαν την προδοσία, δικαιολογώντας άμεσα η έμμεσα την «υπεράσπιση της πατρίδας», δηλαδή την υπεράσπιση της δικής τους ληστρικής αστικής τάξης. Συνέχισαν την προδοσία, κάνοντας συνασπισμό με την αστική τάξη της χώρας τους και παλεύοντας μαζί με την αστική τους τάξη ενάντια στο επαναστατικό προλεταριάτο της χώρας τους. Ο συνασπισμός τους στην αρχή με τον Κερένσκι και τους καντέτους και αργότερα με τον Κολτσάκ και τον Ντενίκιν στη Ρωσία, όπως και ο συνασπισμός των ομοϊδεατών τους του εξωτερικού με την αστική τάξη των χωρών τους, ήταν πέρασμα με το μέρος της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο. Ο συμβιβασμός τους με τους ληστές του ιμπεριαλισμού συνίστατο από την αρχή ως το τέλος στο ότι έγιναν συνένοχοι του ιμπεριαλιστικού ληστοσυμμοριτισμού.
Από το βιβλίο του Β. Ι. Λένιν:
«Ο ΑΡΙΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΠΑΙΔΙΚΗ
ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ»
(1920), σελ. 33-52,
Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ