Η κυβερνητική λαίλαπα της Μητσοτακικής Ν.Δ.

Μέσα στο ταραγμένο και εκρηκτικό διεθνές περιβάλλον των ιμπεριαλιστικών και κοινωνικών συγκρούσεων, η ελληνική κεφαλαιοκρατία και οι πολιτικοί της, προσπαθούν να κρατήσουν στην ζωή το ελληνικό ιμπεριαλιστικό καπιταλιστικό σύστημα. Που, σαν σαπιοκάραβο, βολοδέρνει μέσα στην διεθνή τρικυμία. Αδύναμος και διάτρητος ο ελληνικός καπιταλισμός, προσπαθεί απεγνωσμένα να διασώσει και να επεκτείνει τις «εθνικές» του θέσεις στην γενικότερη περιοχή των Βαλκανίων, του Αιγαίου και της Μεσογείου ενάντια στον τούρκικο και άλλους τοπικούς ιμπεριαλιστές αντιπάλους του. Και ταυτόχρονα, προσκολλημένος σε άλλους μεγαλύτερους ιμπεριαλισμούς, κυρίως στον αμερικάνικο και τον ευρωπαϊκό, παραχωρώντας «γη και ύδωρ», διεκδικεί εύνοιες και ρόλους που θα του επιτρέψουν να σταθεί και να κινηθεί, πολιτικά και οικονομικά, στην δυσπρόσιτη παγκόσμια αγορά. Οι κυβερνήσεις του, υπηρετώντας τις αντιδραστικές επιδιώξεις του, σαρώνουν το «εσωτερικό» της χώρας, με ανελέητες αντεργατικές πολιτικές σκληρής λιτότητας, λεηλατώντας τον κοινωνικό πλούτο, τις εργατικές καταχτήσεις και το βιοτικό επίπεδο όλων των εργαζομένων και  δημιουργώντας ασφυκτικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες καταπίεσης για όλα τα εκμεταλλευόμενα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.

Η τελευταία κυβέρνηση της ΝΔ, με πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη, με την αντεργατική-αντιλαϊκή πολιτική της ξεπέρασε κάθε άλλη προηγούμενη σε αντιδραστική αντεργατική αντιλαϊκή και αντικοινωνική επιθετικότητα.

Κατακρεούργησε τις εργατικές αμοιβές. Προώθησε συστηματικά τις διάφορες ληστρικές μορφές μερικής απασχόλησης. Φούντωσε την ανεργία σε πάνω από ένα εκατομμύριο ανέργους. Ιδιαίτερα στους νέους ξεπερνά το 40%. Ενίσχυσε την ληστεία με την αύξηση των τιμών σε βασικά είδη διαβίωσης των εργαζομένων, μειώνοντας την αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων έως και 40%. Προχώρησε σε σκληρά μέτρα απαγόρευσης του απεργιακού δικαιώματος και επιτέθηκε με κάθε τρόπο σε όλα τα συνδικαλιστικά εργατικά δικαιώματα. Ξεπούλησε τις δημόσιες επιχειρήσεις και ιδιωτικοποίησε βασικούς κοινωνικούς τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας. Διέλυσε τις κοινωνικές υπηρεσίες δημιουργώντας προϋποθέσεις εγκλημάτων σαν των Τεμπών. «Απελευθέρωσε» τις κατασχέσεις και τους πλειστηριασμούς ακινήτων πρώτης κατοικίας υπέρ των τραπεζών και των funds των «κόκκινων δανείων». Οδήγησε σε αφανισμό τους μικροεπαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους και μικροβιοτέχνες.  Με αφορμή την επιδημία του Covid επέβαλε αναποτελεσματικές καραντίνες που διέλυσαν πλήρων την κοινωνικο-οικονομική  ζωή της χώρας. Διέλυσε τα κρατικά νοσοκομεία και την δημόσια υγεία για χάρη των ιδιωτικών κλινικών. Αποδιάρθρωσε την δημόσια παιδεία για χάρη των κολεγίων και των ιδιωτικών σχολείων και πανεπιστημίων. Και γενικά, έκανε ότι μπορούσε να βοηθήσει το μεγάλο κεφάλαιο να συγκεντρώσει ακόμα μεγαλύτερο πλούτο σε βάρος των εκμεταλλευομένων και ολόκληρης της κοινωνίας.

Για να τα καταφέρει αυτά, η λαίλαπα της «κυβέρνησης των αρίστων», κατέφυγε σε κάθε αντιδραστικό τερτίπι. Αύξησε αφόρητα την αστυνομοκρατία και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Άπλωσε τις υποκλοπές, τις παρακολουθήσεις και κάθε άλλη αντιδημοκρατική μεθόδευση. Για δική της προστασία άλωσε τον δικαστικό μηχανισμό, αφαιρώντας του κάθε ικμάδα απονομής δικαιοσύνης που μπορεί να του είχε απομείνει. Με εξοργιστικό τρόπο χρησιμοποίησε όλες τις αποπροσανατολιστικές ψευτιές του «πολιτικού μάρκετινγκ» για να παρουσιάζει την νύχτα ως μέρα, έχοντας πιστούς αρωγούς όλα τα μεγάλα μέσα μαζικής «ενημέρωσης» που ανήκουν σε μεγαλοκαπιταλιστές. Με σκανδαλώδεις συμβάσεις και επιχορηγήσεις χορήγησε στο μεγάλο κεφάλαιο, πακτωλό δισεκατομμυρίων από τα κρατικά ταμεία, ενώ οι «ημέτεροί» της, λεηλατούσαν τα ταμεία και τους οργανισμούς του κράτους με υπεξαιρέσεις και «σκάνδαλα» που αποκαλύπτονται καθημερινά. Ενώ, με επιδόματα «ελεημοσύνης», «καλάθια νοικοκυριού», ψευτο-αυξήσεις και άλλες παρλαπίπες, που μοίραζε στους φτωχούς εκμεταλλευόμενους (που την ίδια στιγμή τα κατέτρωγε ο αυξανόμενος τιμάριθμος), προσπαθούσε να καταπραΰνει και να ξεθυμάνει την ξεχειλισμένη οργή τους.

Η κυβέρνηση αυτή από πολύ νωρίς της θητείας της βρέθηκε αντιμέτωπη με την οργισμένη αγανάκτηση των εργαζομένων και όλων των άλλων εκμεταλλευομένων. Σπαραζόμενη από βαθιές αντιθέσεις στο εσωτερικό τους και βυθισμένη στην ανικανότητα, κλυδωνίζονταν προς την κατάρρευση.

Ωστόσο, σανίδα σωτηρίας της δεν στάθηκε μόνο η επιδημία του κορονοϊού και τα αστυνομικά μέτρα αποκλεισμού και απομόνωσης της κοινωνικής ζωής που πήρε. Την διέσωσε και η στάση των κομμάτων της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης που στην ουσία ήταν στάση «αντιπολιτευτικής στήριξης. Και κυρίως την διέσωσε η κατάσταση του εργατικού κινήματος. Που με τον αποπνικτικό έλεγχο του κυβερνητικού και κρατικού συνδικαλισμού πάνω στις οργανώσεις του, όλων των βαθμίδων, έμεινε πολυδιασπασμένο, ασυντόνιστο, αποπροσανατολισμένο και αδύναμο να αντισταθεί στην σκληρή και εκτεταμένη επίθεση της κυβέρνησης και του κεφαλαίου.

Σχετικά άρθρα