Με τον τιμάριθμο να αυξάνεται συνεχώς και ραγδαία, κατατρώγοντας αδυσώπητα τα πενιχρά εργατικά εισοδήματα. Με την ανεργία, ιδιαίτερα στην νεολαία, να σπαράζει την κοινωνία. Με την άγρια κυβερνητική και κεφαλαιοκρατική επίθεση ενάντια σε κάθε οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάκτηση των εργαζομένων. Με όλα μαζί να συνθλίβουν το συνολικό βιοτικό επίπεδο και την ποιότητα ζωής όλων των εκμεταλλευομένων, η απεργία της 17 Απρίλη 2024 θα μπορούσε να είναι η αφορμή να εκδηλωθεί με δυναμικό τρόπο η βαθιά δυσαρέσκεια, αγανάκτηση και απελπισία που διαπερνά όλα τα φτωχές τάξεις και στρώματα της κοινωνίας.
Με την Παγκόσμια Τράπεζα να βάζει την Ελλάδα ανάμεσα στις δέκα ακριβότερες χώρες του πλανήτη. Την Eurostat να την κατατάσσει, ως προς την φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, στην προτελευταία θέση της Ευρώπης (τελευταία είναι η Βουλγαρία). Και την ελληνική ΕΛ.ΣΤΑΤ. να ανακοινώνει ότι με το τέλος του 2023, το 26,1% του πληθυσμού (δηλαδή 2.658.400 άτομα), βρίσκονται σε «κίνδυνο φτώχειας». Αυτά τα στοιχεία και μόνο (από οργανισμούς που με τις στατιστικές «ωραιοποιήσεις» τους κρύβουν το ακόμα μεγαλύτερο μέγεθος τους) δείχνουν ανάγλυφα όλες τις αντικειμενικές συνθήκες οργής και έκρηξης που διαπερνούν την κοινωνία και ιδιαίτερα τους εργαζόμενους.
Και όλα αυτά, την στιγμή που τα περισσότερα μεγαθήρια της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας διαλαλούν κορδωμένα ότι στην ίδια περίοδο, αύξησαν κατά δισεκατομμύρια τα κέρδη τους!!
Ήταν δικαιολογημένο, λοιπόν, να αναμένεται, στην προκηρυγμένη απεργία της 17/4/2024, να εκφραστεί ένα σημαντικό μέρος αυτής της εργατικής οργής και της λαϊκής αγανάκτησης. Και οι συγκεντρώσεις να συσπείρωναν μεγάλο όγκο τους. Ακόμα και παρά το γεγονός ότι την απεργία και τις συγκεντρώσεις τις είχε προαναγγείλει η ΓΣΕΕ, που η ηγεσία της δίνει όλα τα εχέγγυα κυβερνητικής, κρατικής και εργοδοτικής υποταγής -και οι εργαζόμενοι την απεχθάνονται ανάλογα μην δίνοντάς της καμιά εμπιστοσύνη- η τραγική κατάσταση της εργατικής καθημερινότητας θα γέμιζε, τουλάχιστον περισσότερο από τις προηγούμενες φορές, τις συγκεντρώσεις.
Δυστυχώς όμως, δεν έγινε έτσι. Οι συγκεντρώσεις της 17/4/2024, ιδιαίτερα οι 3 της Αθήνας, ήταν πολύ φτωχότερες από τις παλαιότερες.
Το γεγονός αυτό, βέβαια, δεν είναι ούτε περίεργο, ούτε ανεξήγητο. Οι αγανακτισμένοι και οργισμένοι εργάτες και οι άλλοι εργαζόμενοι έχουν χάσει εντελώς την εμπιστοσύνη τους στις συγκεντρώσεις αυτές. Όχι μόνο της ΓΣΕΕ αλλά και όλες τις άλλες που οργανώνονται ξεχωριστά απ’ αυτής. Σε αυτό το κακό θέατρο αποπλάνησής, των δήθεν «24ωρων» απεργιών, που δεν εντάσσονται σε κανένα πρόγραμμα συνέχισης της πάλης για την κατάκτηση των δίκαιων αιτημάτων, που οι διοργανωτές τους, τις προκηρύσσουν μόνο για τα μάτια του κόσμου και είναι ψευτο «τουφεκιές στον αέρα», οι εργάτες δεν δέχονται πια να συμμετέχουν. Και το γεγονός ότι ακόμα και αυτές οι συγκεντρώσεις γίνονται διασπασμένα και χωριστά, το κάνει ακόμα χειρότερο. Με την απουσία τους εκφράζουν την απέχθειά τους, περιμένοντας κάτι καλύτερο και πιο αξιόπιστο.
Αυτό δεν αφορά μόνο την εργατοκαπηλική κλίκα που διοικεί την ΓΣΕΕ. Αυτοί οι εργατοπατέρες του κυβερνητικού και κρατικού συνδικαλισμού δεν θα μπορούσαν να έχουν άλλη αντιμετώπιση από την έκδηλη περιφρόνηση των εργαζομένων. Ας όψονται όσοι τους επιτρέπουν να στήνουν τα πολυτελή συνέδριά τους και να θρονιάζονται στην καρέκλα της ηγεσίας της ανώτερης εργατικής συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Ωστόσο το γεγονός ότι, αφήνοντας σ΄ αυτή την διοίκηση της ΓΣΕΕ να παίρνει τις αποφάσεις για τις ψευτο 24ωρες απεργίες, καθορίζονται σαν ουρά της και πληρώνουν ακριβά το τίμημα. Μαζί με την άρνησή τους να εφαρμόσουν την πολιτική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου και επιλέγοντας, για πολλά χρόνια τώρα και αδιευκρίνιστα γιατί, να συγκεντρώνουν τους εργαζόμενους του ΠΑΜΕ σε χωριστές συγκεντρώσεις από τους άλλους εργαζόμενους, δίνουν την δικαιολογία στους εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ να τους παρουσιάζουν ως διασπαστές και τους εαυτούς τους «ενωτικούς», σπέρνοντας διαλυτική σύγχυση και απογοήτευση.
Αφορά και τους άλλους διοργανωτές των ξεχωριστών συγκεντρώσεων. Του ΠΑΜΕ και των άλλων ομάδων της αποκαλούμενης ακροαριστεράς. Ιδιαίτερα του ΠΑΜΕ, που συγκεντρώνει και το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων που συμμετέχουν στις συγκεντρώσεις. Και εκφράζουν όλη την διάθεση πραγματικής υπεράσπισης των εργατικών συμφερόντων όπως και την θέληση για την πραγματική μαζική κινητοποίηση των εργαζομένων.
Πότε επιτέλους, η ηγεσία του ΠΑΜΕ, θα δει αυτή την πραγματικότητα; Και πότε θα κάνει τον απολογισμό αυτής πολιτικής της; Ποια είναι τα αποτελέσματά της; Θεωρεί ότι όλα βαίνουν καλώς;
Με το να κλείνει τα μάτια μπροστά στην πενιχρότητα και των δικών της συγκεντρώσεων, όπως έκανε για άλλη μια φορά μ΄ αυτή της 17/4/2023 -(που ο «Ριζοσπάστης» μιλάει για «μαζικές απεργιακές συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα και στις άλλες πόλεις» όταν ολοφάνερα, σε όποιον ήταν στο Σύνταγμα, ήταν ασύγκριτα μικρότερη από τις προηγούμενες φορές)- δεν κρύβει τίποτα. Αντιθέτως, χειροτερεύει κατά πολύ το πρόβλημα.
Υπάρχει καιρός ακόμα να εγκαταλείψει αυτή την πολιτική. Δεν μπορεί να πετύχει τίποτα «συγκεντρώνοντας», από την μια, τις δικές της δυνάμεις και αφήνοντας, από την άλλη, τους εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ να στρογγυλοκάθονται ανενόχλητοι, στις καρέκλες τους. Δεν μπορούν να γίνονται και τα δύο μαζί. Οι εργαζόμενοι θα τους θεωρούν «συνένοχους» στην διαλυτική κατάσταση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Αντίθετα, με όπλο την λενινική πολιτική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου και της κυβέρνησης, μπορεί να συγκεντρώσει σε κοινό αγώνα την συντριπτική πλειοψηφία των εργατών. Απευθυνόμενη, χωρίς αυταπάτες ή ουτοπικές προσμονές, σε κάθε εργάτη κάθε χώρου δουλειάς, ανεξάρτητα την παράταξη, την θρησκεία ή το πολιτικό κόμμα που ακολουθεί όπως και σε κάθε εργατική οργάνωση, με κοινό σκοπό την υπεράσπιση των εργατικών κατακτήσεων και την επανακατάκτηση των χαμένων, μπορεί να γίνει ο καταλύτης ενεργοποίησης της μάζας των αγανακτισμένων εργατών και τις ενιαίας ταξικής του αφύπνισης.
Ταυτόχρονα, ξεκάθαρα και επίμονα, μπορεί και πρέπει να παλέψει για το ξεπέρασμα της διάλυσης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, που προκαλεί η κατάληψη της ηγεσίας της ΓΣΕΕ από τους εργατοπατέρες. Ζητώντας και προωθώντας ανυποχώρητα την διοργάνωση ενός Πανεργατικού Συνεδρίου, με εκλεγμένους αντιπροσώπους από τις Γενικές Συνελεύσεις, με την συμμετοχή όλων των εργατών του κάθε χώρου δουλειάς, μετά από την οργανωμένη συζήτηση για την αναγκαία ανασυγκρότηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Με μια τέτοια πολιτική μπορεί πραγματικά να ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για την απαραίτητη ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος στην χώρα μας. Ώστε να γίνει, όπως του πρέπει, ο αποφασιστικός πρωταγωνιστής των ταραγμένων πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων.
Χάρης Σ.